Ως Διαμεσολάβηση ορίζεται μια σύντομη και σύννομη διαρθρωμένη διαδικασία εκούσια, εχέμυθη και εμπιστευτική στην οποία παρίστανται τα εμπλεκόμενα μέρη μαζί με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, και ένα τρίτο ουδέτερο πρόσωπο, το Διαμεσολαβητή (για περισσότερες πληροφορίες δείτε την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου). Ο Διαμεσολαβητής με τις γνώσεις του και τις ειδικές τεχνικές και δεξιότητές του βοηθά τα μέρη να αναζητήσουν μια αμοιβαία αποδεκτή και επωφελή για τα ίδια λύση, η οποία αποτυπώνεται σε μια γραπτή συμφωνία. Δεσμεύεται από τον Κώδικα Δεοντολογίας να λειτουργεί ανεξάρτητα και αμερόληπτα.
Μέχρι τις αρχές του 2018 ίσχυε ο Ν. 3898/2010, προς συμμόρφωση στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 2008/52, ο οποίος, ωστόσο, δεν εφαρμόσθηκε δυναμικά στην ελληνική νομική πραγματικότητα. Τον Ιανουάριο του 2018 εισάγεται ο νέος νόμος για το θεσμό της διαμεσολάβησης και την καθιστά υποχρεωτική σε ορισμένες διαφορές. Ο Ν. 4512/2018 μαζί με τις τροποποιήσεις δημιούργησε αναταραχές στα νομικά δρώμενα της χώρας, καθιστώντας υποχρεωτικό ένα νέο, εναλλακτικό δρόμο για την επίλυση διαφορών. Αυτό που μένει είναι να δούμε πώς θα εφαρμοσθεί εν τοις πράγμασι από τον Οκτώβριο του 2018 που τίθεται σε ισχύ.