Συμφωνία διαμεσολάβησης, διαδικασία και διευθέτηση της διαφοράς.

Με τη διαμεσολάβηση τα μέρη επιδιώκουν, με τη βοήθεια ενός ανεξάρτητου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, να προσδιορίζουν τα θέματα της της σύγκρουσής τους, να ερευνήσουν τις μεθόδους  τους και να επιχειρήσουν να καταλήξουν σε συμφωνία που θα ικανοποιεί τα αληθινά συμφέροντά τους. Η προσφυγή σε αυτήν αφήνεται στην πρωτοβουλία των μερών και αποτελεί μία μη δεσμευτική, καθαρά ιδιωτική, μέθοδο επίλυσης των διαφορών. Ο τρίτος, ο διαμεσολαβητής, απαγορεύεται να επηρεάσει τα μέρη, δεν υποδεικνύει σε αυτά δικής του έμπνευσης λύσεις, ούτε βεβαίως εκδίδει απόφαση για τη διαφορά. Αντιθέτως, υποβοηθεί τα μέρη με τις κατάλληλες διαπραγματευτικές τεχνικές να συνειδητοποιήσουν τα συμφέροντά τους, να αναδείξουν κοινά αποδεκτές λύσεις και να επιλέξουν εκείνες που θεωρούν ότι πρέπει να διέπουν τις σχέσεις τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά λείπουν, κατ’ αρχήν, από την συμβιβαστική παρέμβαση του δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό, δεν είναι ορθό να γίνεται λόγος για εναλλακτικό τρόπο απονομής δικαιοσύνης ή για «εναλλακτική δικαιοσύνη».

Διαδικασία: Ο διαπιστευμένος διαμεσολαβητής λαμβάνει μέριμνα ούτως ώστε τα μέρη της διαμεσολάβησης να κατανοούν τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας, καθώς και τον ρόλο του διαμεσολαβητή και των μερών. Ο διαμεσολαβητής πρέπει να βεβαιωθεί, ιδίως, ότι πριν από την έναρξη της διαμεσολάβησης τα μέρη έχουν κατανοήσει και συμφωνήσει ρητώς τους όρους και τις προϋποθέσεις.