Ο Θεσμός

Το Δεκέμβριο του 2010 και με το Νόμο 3898/2010 ενσωματώθηκε στην έννομη τάξη μας η Οδηγία 2008/52/ΕΚ «για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» και εισάγεται στη χώρα μας ο θεσμός της διαμεσολάβησης. Ήδη με το νέο Νόμο 4512/2018 που ισχύει από 17 Ιανουαρίου 2018 καταργήθηκε το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, αναμορφώθηκε πλήρως το πλαίσιο και ισχύουν νέες διατάξεις για τη ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης.

Η διαμεσολάβηση μπορεί να ορισθεί ως μια διαρθρωμένη διαδικασία στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εθελουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια ενός ουδέτερου και έμπειρου τρίτου (του διαπιστευμένου «διαμεσολαβητή»). Η διαδικασία αυτή της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους.

Ο διαπιστευμένος διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία χωρίς ουσιαστικά να εκφράζει επισήμως γνώμη υπέρ μίας ή άλλης πιθανής λύσης στη διαφορά.

Κατά τη διαμεσολάβηση, τα μέρη καλούνται να ξεκινήσουν ή να ξαναρχίσουν το διάλογο και να αποφύγουν την αντιπαράθεση. Επιλέγουν τα ίδια την τεχνική για την επίλυση της διαφοράς και διαδραματίζουν ιδιαιτέρως ενεργό ρόλο στην αναζήτηση της πλέον αποδοτικής λύσης.  Σε άλλες περιπτώσεις, ιδίως στην περίπτωση διαφορών καταναλωτών, ο διαμεσολαβητής είναι εκείνος που βρίσκει τη λύση και την υποβάλλει στα μέρη. Η επίλυση της διαφοράς εξαρτάται από τη συμφωνία των μερών: εάν τα μέρη δεν κατορθώσουν να καταλήξουν σε συμφωνία, ο διαμεσολαβητής δεν επιβάλλει λύση.

Η διαμεσολάβηση θεωρείται ταχύτερη μέθοδος απονομής δικαιοσύνης και, τις περισσότερες φορές, φθηνότερη από τις συνήθεις δικαστικές διαδικασίες. Χάρις σε αυτήν αποφεύγεται η αντιπαράθεση μεταξύ των μερών, η οποία είναι συνηθέστατη στις δικαστικές διαδικασίες, και επιτρέπει στα μέρη να διατηρούν τις επαγγελματικές ή προσωπικές τους σχέσεις παρά τη διαφορά. Η διαμεσολάβηση παρέχει επίσης τη δυνατότητα στα μέρη να βρίσκουν πρωτότυπες λύσεις στη διαφορά τους, δυνατότητα που δεν παρέχουν οι δικαστικές αποφάσεις.

Οι αρχές που διέπουν την Διαμεσολάβηση και τους Διαπιστευμένους Διαμεσολαβητές.

α. Ανεξαρτησία: Τυχόν περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν ή εγείρουν υπόνοιες ότι επηρεάζουν την αμεροληψία του διαμεσολαβητή πρέπει να γνωστοποιούνται από τον διαμεσολαβητή στα μέρη πριν την ανάληψη των καθηκόντων του ή τη συνέχιση άσκησης αυτών. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να αποδεχθεί να αναλάβει καθήκοντα διαμεσολαβητή ή να εξακολουθήσει να τα ασκεί μόνο εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με πλήρη ανεξαρτησία, ούτως ώστε να διασφαλίζεται πλήρης αμεροληψία, και με τη ρητή συγκατάθεση των μερών. Η υποχρέωση γνωστοποίησης τέτοιων περιστάσεων ισχύει καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαμεσολάβησης.

β. Αμεροληψία: Ο διαμεσολαβητής πρέπει να ενεργεί διαρκώς και να δίδει την εντύπωση ότι ενεργεί με αμεροληψία έναντι των μερών και να μεριμνά για την ισότιμη εξυπηρέτηση όλων των μερών στα πλαίσια της διαμεσολάβησης.